χαλαρός

χαλαρός
-ή, -ό / χαλαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ.
δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ.)
νεοελλ.
1. υποτονικός, χωρίς σθένος (α. «χαλαρό κυβερνητικό διάβημα» β. «χαλαρή εμπορική κίνηση»)
2. (για λόγο, γραπτό ή προφορικό) χωρίς ζωντάνια, χωρίς πνοή, χωρίς ενδιαφέρον, φτωχός σε περιεχόμενο (α. «χαλαρή η αγόρευση τής υπεράσπισης» β. «χαλαρός προεκλογικός λόγος»)
3. (για θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο) χωρίς σφιχτοδεμένη πλοκή
4. (για ήθη και αξίες) ο χωρίς συνέπεια ή αυστηρότητα, ελευθέριος («χαλαρή ηθική»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαλαρόν
η χαλαρότητα
2. φρ. α) «χαλαρὰ κοτυληδών» — χαλαρή άρθρωση, μη σφιχτή άρθρωση (Αριστοφ.)
β) «χαλαροὶ πόροι» — ανοιχτοί πόροι (Αριστοτ.)
γ) «χαλαραὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες, μουσικές συνθέσεις χωρίς ρυθμό και αρμονία (Πλάτ.).
επίρρ...
χαλαρώς / χαλαρῶς, ΝΜΑ, και χαλαρά Ν
όχι σφιχτά, χωρίς στερεή σύνδεση
νεοελλ.
μτφ. χωρίς ένταση, άτονα, υποτονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλῶ* «χαλαρώνω» (πρβλ. απρμφ. αορ. χαλάσαι) + επίθημα -ρός (πρβλ. λαγαρός: λαγάσαι, τάλαρος: ταλάσαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαλαρός — slack masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι σφιχτός, άτονος, λάσκος: Έκαμε ένα χαλαρό δέσιμο. 2. μη έντονος, χλιαρός: Η στάση της κυβέρνησης στο θέμα αυτό ήταν χαλαρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλαρά — χαλαρός slack neut nom/voc/acc pl χαλαρά̱ , χαλαρός slack fem nom/voc/acc dual χαλαρά̱ , χαλαρός slack fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαρώτερον — χαλαρός slack adverbial comp χαλαρός slack masc acc comp sg χαλαρός slack neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαρωτέρων — χαλαρός slack fem gen comp pl χαλαρός slack masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαρῶν — χαλαρός slack fem gen pl χαλαρός slack masc/neut gen pl χαλαρόω to be relaxed in tension pres part act masc voc sg (doric aeolic) χαλαρόω to be relaxed in tension pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χαλαρόω to be relaxed in tension… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαρόν — χαλαρός slack masc acc sg χαλαρός slack neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαρώτατα — χαλαρός slack adverbial superl χαλαρός slack neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαραῖς — χαλαρός slack fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαραί — χαλαρός slack fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”